- ὑπερορμαίνω
- ὑπερορμαίνω,A break forth over, Man.4.131.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερορμαίνω — Α κινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή («Ζεὺς ὑπερορμαίνων φοράδην ὑπὲρ ἀστέρα πατρός», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρμαίνω «είμαι ορμητικός» (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek
υπερορμώ — άω, Α (κυρίως παθ.) ὑπερορμῶμαι, άομαι κινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή, ὑπερορμαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρμῶ [Ι] (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek